Πραγματικά είναι δύσκολο (και κάποιες φορές αδύνατον) για τον καταναλωτή να διακρίνει ποια προϊόντα είναι βιολογικά πριν προβεί στην αγορά τους. Και όσο περισσότερο αυξάνεται η ζήτηση των βιολογικών προϊόντων, τόσο περισσότερο πέφτουν οι αγοραστές τους θύματα απάτης.
Ο μόνος τρόπος για μία «διασφάλιση» είναι μέσω της πιστοποίησης του εκάστοτε προϊόντος από εγκεκριμένο από το κράτος φορέα.
Τρόφιμα που πολλές φορές χαρακτηρίζονται από τους παραγωγούς τους ως βιολογικά χωρίς να φέρουν την απαραίτητη πιστοποίηση πρέπει αν αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τους αγοραστές. Έχει παρατηρηθεί ότι σε πολλά χωριά, μικροπαραγωγοί προσφέρουν τα «αγνά και βιολογικά προϊόντα» τους ενώ έχουν χρησιμοποιήσει άφθονα χημικά λιπάσματα για την παραγωγή τους.
Παρ’ όλα αυτά, οι μέθοδοι πιστοποίησης έχουν εγείρει πολλές αμφιβολίες για την εγκυρότητά τους σε διάφορα μέρη του κόσμου. Για παράδειγμα, σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία επιτρέπεται η χρήση εντομοκτόνων εφ’ όσον αυτά είναι μη συνθετικά. Όμως, σε μια αμιγώς βιολογική καλλιέργεια, ο όρος εντομοκτόνο δεν υπάρχει γιατί κανένα βιολογικό σκεύασμα δεν μπορεί να είναι εντομοκτόνο αλλά μόνο εντομοαπωθητικό. Παράλληλα δε, νέες μέθοδοι καλλιέργειας που δεν χρησιμοποιούν χημικά λιπάσματα και εντομοκτόνα παρά μόνο κοπριά δε θεωρούνται βιολογικές.
Η χαλαρότητα και η έλλειψη σαφήνειας αλλά και λογικής στο τι πρέπει να θεωρείται βιολογικό και τι όχι, έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους στη δυσπιστία προς τις βιολογικές καλλιέργειες και τις διαδικασίες πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων.